κωνόδοντα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

τα
(παλαιοντ.) μικροσκοπικά οδοντοειδή απολιθώματα που αποτελούνται από φωσφορικό ασβέστιο και είναι υπολείμματα μικρών θαλάσσιων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conodonta < αγγλ. con(o)- (< κῶνος) + -odonta < ὀδούς, ὀδόντος].