λαβράκι

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το (AM λαβράκιον, Μ και λαβράκιν)
νεοελλ.
φρ. «έπιασα λαβράκι» ή «έβγαλα λαβράκι» — είχα εξαιρετική και ανέλπιστη επιτυχία
νεοελλ.-μσν.
κοινή, σήμερα, ονομασία περκόμορφου ψαριού της θάλασσας και τών υφάλμυρων νερών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια moronidae
αρχ.
υποκορ. του λάβραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβραξ, -ακος < υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν].