Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(Α μισθοδοτῶ, -έω) μισθοδότης
καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί.