μετουσιώνω

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

(ΑΜ μετουσιῶ, -όω) μετούσιος
1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματος
νεοελλ.-μσν.
(το παθ.) μετουσιώνομαι
(για τον άρτο και τον οίνο της θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.