μετουσιώνω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μετουσιῶ, -όω) μετούσιος
1. μεταβάλλω την ουσία, τη φυσική υπόσταση πράγματος
νεοελλ.-μσν.
(το παθ.) μετουσιώνομαι
(για τον άρτο και τον οίνο της θείας μεταλήψεως) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα Χριστού.