λαμπρότοξος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with radiant bow, Sch.D Il.1.37, Eust.32.45.
German (Pape)
[Seite 13] mit glänzendem Bogen, Schol. Il. 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρότοξος: -ον, ἔχων λάμπον, ἀκτινοβόλον τόξον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 37.
Greek Monolingual
λαμπρότοξος, -ον (AM)
αυτός που έχει τόξο γυαλιστερό.