νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(AM λαμπρίζω) λαμπρός
νεοελλ.-μσν.
φωτίζω, λάμπω
αρχ.
(μόνο το παθ.) λαμπρίζομαι
γίνομαι λαμπρός.