Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(Μ λαμπραίνω) λαμπρός1. κάνω κάτι λαμπρό, προσδίδω μεγαλείο και αίγλη2. γίνομαι καθαρός, αστράφτω, λάμπω.