Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(Μ λαμπραίνω) λαμπρός1. κάνω κάτι λαμπρό, προσδίδω μεγαλείο και αίγλη2. γίνομαι καθαρός, αστράφτω, λάμπω.