λειόθριξ

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ο
1. (για φυλές ή μεμον. ανθρώπους) αυτός που έχει λείο τρίχωμα, λεία κόμη, λειόκομος
2. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας timaliidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -θριξ (< θρίξ, τριχός «τρίχα»), πρβλ. κυανό-θριξ, λευκό-θριξ. Ο τ. με την επιστημονική του σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leiothrix < νεολατ. leiothrix < leio- < λεῖος + -thrix < θρίξ.