λεϊσμανία
From LSJ
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
η
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων της τάξης πρωτομονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leishmania < νεολατ. leishmania < W. Β. Leishman, επώνυμο Άγγλου ιατρού].