λευκόφθαλμος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A white-eye, name of a gem, Plin.HN37.171.
German (Pape)
[Seite 35] weißäugig, Plin. H. N. 37, 9.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφθαλμος: ὁ, ὁ λευκὸς ὀφθαλμός, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 62.
Greek Monolingual
λευκόφθαλμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κάπως λευκά μάτια
2. είδος πολύτιμου λίθου.