λευκάλφιτος

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκάλφῐτος Medium diacritics: λευκάλφιτος Low diacritics: λευκάλφιτος Capitals: ΛΕΥΚΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: leukálphitos Transliteration B: leukalphitos Transliteration C: lefkalfitos Beta Code: leuka/lfitos

English (LSJ)

ον,

   A rich in pearl-barley, Sopat.3.

German (Pape)

[Seite 33] weiße Gerstengraupe, Gerstenmehl habend, so heißt Eretria, Sopat. bei Ath. IV, 160 b.

Greek (Liddell-Scott)

λευκάλφῐτος: -ον, ὡς ἐπίθετ. τῆς Ἐρετρίας, ἡ παράγουσα λευκὰ ἄλφιτα, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 160Β.

Greek Monolingual

λευκάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που παράγει λευκό κριθάρι («Ἐρέτριαν ὡρμήθημεν εἰς λευκάλφιτον», Σώπατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄλφιτον «κριθάρι»].