λιμνιτικός
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
λιμνιτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στη λίμνη ή στη γύρω από τη λίμνη περιοχή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιμνιτικά
φόρος για γη που βρισκόταν γύρω από λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνίτης (πρβλ. αἰγιαλ-ίτης)].