λιμενεύω
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
λιμενεύω (Μ) λιμήν
1. οδηγώ σε λιμάνι, ελλιμενίζω
2. μέσ. λιμενεύομαι
α) (για πλοίο) μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
β) μτφ. βρίσκω κάπου καταφύγιο.