λιμενεύω
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
λιμενεύω (Μ) λιμήν
1. οδηγώ σε λιμάνι, ελλιμενίζω
2. μέσ. λιμενεύομαι
α) (για πλοίο) μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
β) μτφ. βρίσκω κάπου καταφύγιο.