λουκάνικο

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

το (Α λουκανικόν, Μ λουκάνικον)
είδος αλλαντικού με επίμηκες ή πεταλοειδές σχήμα, το οποίο περιέχει ψιλοκομμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα
νεοελλ.
παροιμ. «πέρασε ο καιρός που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» — πέρασε η εποχή της αφθονίας, της φτήνιας και της ευπιστίας τών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουκανικόν < λατ. lucanicum «είδος αλλαντικού». Ο τ. λουκάνικο(ν) προήλθε με αναβιβασμό του τόνου].