λογοπράτης
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek (Liddell-Scott)
λογοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλήσας τὸν ΛΟΓΟΝ, ἐπὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
λογοπράτης, ὁ (Α)
(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πράτης (< θ. πρα-, πρβλ. πέ-πρα-κα, παρακμ. του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημο-πράτης, λαχανο-πράτης.