λουτρόπολη

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

η
οικιστική περιοχή η οποία, ανεξάρτητα από τον αριθμό τών κατοίκων, αποτελεί συνήθως δήμο και βρίσκεται κοντά σε ιαματικές πηγές ή σε ακτή θάλασσας ή σε όχθη λίμνης ή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λουτρόπολις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].