λουτρόπολη
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
η
οικιστική περιοχή η οποία, ανεξάρτητα από τον αριθμό τών κατοίκων, αποτελεί συνήθως δήμο και βρίσκεται κοντά σε ιαματικές πηγές ή σε ακτή θάλασσας ή σε όχθη λίμνης ή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λουτρόπολις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].