λουτρόπολη

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

η
οικιστική περιοχή η οποία, ανεξάρτητα από τον αριθμό τών κατοίκων, αποτελεί συνήθως δήμο και βρίσκεται κοντά σε ιαματικές πηγές ή σε ακτή θάλασσας ή σε όχθη λίμνης ή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λουτρόπολις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].