λυγοπλόκος

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοπλόκος Medium diacritics: λυγοπλόκος Low diacritics: λυγοπλόκος Capitals: ΛΥΓΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: lygoplókos Transliteration B: lygoplokos Transliteration C: lygoplokos Beta Code: lugoplo/kos

English (LSJ)

ον,

   A viminarius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο-πλόκος, μυθο-πλόκος.