λούσιμο
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Greek Monolingual
το (Μ λούσιμον) λούω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λούζω, το πλύσιμο, ιδίως του κεφαλιού
2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου
μσν.
εξαγνισμός, κάθαρση.