πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
Full diacritics: λῡσιπόλεμος | Medium diacritics: λυσιπόλεμος | Low diacritics: λυσιπόλεμος | Capitals: ΛΥΣΙΠΟΛΕΜΟΣ |
Transliteration A: lysipólemos | Transliteration B: lysipolemos | Transliteration C: lysipolemos | Beta Code: lusipo/lemos |
ὁ, name of a
A war-engine invented by Dorion, Pap.in Abh. Berl.Akad.1904(2).9 (ii B. C.).
λυσιπόλεμος, ὁ (Α)
ονομασία πολεμικής μηχανής που εφευρέθηκε από τον Δωρίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόλεμος (< πελεμίζω), πρβλ. μισο-πόλεμος, φιλο-πόλεμος.