λυσσάριος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)
1. λυσσασμένος
2. μτφ. παράφορος, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].