λόξα

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του λοξού, η λοξότητα
2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά
3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά
4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του»)
5. φρ. «είναι λόξα» — είναι ιδιότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα].