Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
και λυσσιασμένος, -η, -ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, -η, -ον) λυσσάζω1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα της χαράς και του κρασιού», Σολωμ.).