μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
λυπικός: -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.
λυπικός, -ή, -όν (Μ) λύπηθλιβερός, δυσάρεστος, λυπηρός.