μαϊμουδισμός
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ο μαϊμουδίζω
1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού
2. ανόητη και γελοία μίμηση.
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ο μαϊμουδίζω
1. το να φέρεται κάποιος σαν τη μαϊμού
2. ανόητη και γελοία μίμηση.