μάδρυα

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάδρυα Medium diacritics: μάδρυα Low diacritics: μάδρυα Capitals: ΜΑΔΡΥΑ
Transliteration A: mádrya Transliteration B: madrya Transliteration C: madrya Beta Code: ma/drua

English (LSJ)

τά, for μαλόδρυα,

   A = κοκκύμηλα, Seleuc. ap. Ath.2.50a.

German (Pape)

[Seite 80] τά, für μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, nach Ath. II, 50 b; auch Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μάδρυα: τά, ἀντὶ μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 50Α, 1963. 33· πρβλ. ἀκρόδρυα.

Greek Monolingual

μάδρυα, τά (AM)
κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (ἁμάδρυα > μάδρυα
βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.].