ἀκρόδρυα

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόδρυα Medium diacritics: ἀκρόδρυα Low diacritics: ακρόδρυα Capitals: ΑΚΡΟΔΡΥΑ
Transliteration A: akródrya Transliteration B: akrodrya Transliteration C: akrodrya Beta Code: a)kro/drua

English (LSJ)

τά, prop.
A fruits grown on upper branches of trees, esp. hard-shelled fruits, opp. ὀπώρα, Hp.Aff.61, Arist.HA606b2, cf. Gp. 10.74.2, Ath.2.52a; also, fruits generally, Glaucides ap.eund.3.81a, Arist.Pr.930b26, PPetr.3p.196 (iii B. C.), PAvrom.1 A13 (i B. C.), Plu.Alex.23; μάζῃ καὶ τοῖς ἀ. ἀρκούμενοι Epicur.Fr.466.
2 trees which produce such fruits, Pl.Criti.115b, X.Oec.19.12, Thphr. CP 6.11.2; φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15:—fruit-trees in general (incl. vine and olive), Thphr. HP 4.4.11. (Sg. in AP9.555 (Crin.), Ath.2.49e; cf. ἀκρόδρυον· πλῆρες μέτρον (Tarent.), Hsch.)

Spanish (DGE)

-ων, τά
• Grafía: graf. ἀγρ- PLond.163.17 (I d.C.) en BL 1.260, ἀγροτρυ- PSI 1328.40 (III d.C.)
• Morfología: [tb. sg. -δρυον Cyr.Al.M.70.1296B]
I 1op. ὀπώρα (uvas, higos, olivas) frutos de cáscara dura (bellotas, nueces, etc.), Hp.Aff.61, Arist.HA 606b2, Pr.930b26, Gp.10.74.2, cf. Ath.52a.
2 fruta op. λάχανα Tz.ad Hes.3.58 (= Democr.B 5.3), Hp.Hum.16, PPetr.3.70a.2.12 (III a.C.), Glauci.163, D.C.76.12.1, POxy.2723.12 (III d.C.), Hdn.Philet.94, ἕκτη ἀκροδρύων impuesto consistente en la sexta parte de las cosechas frutales a pagar en dinero SB 9794.2 (II a.C.).
II árboles frutales Pl.Criti.115b, X.Oec.19.12, Thphr.CP 6.11.2, HP 4.4.11, D.53.15, PDura 15a.1 (II a.C.), 25.27 (II d.C.), PHarris 137.12 (II d.C.)
vides, PAvrom.1A.13 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 83] τά, 1) Fruchtbäume, Xen. συκῆ καὶ τὰ ἄλλα ἀκρ. Oec. 19, 12; Plat. Crit. 115 b. – 2) Obst (πᾶσα ὀπώρα Herodian.; πάντες οἱ τῶν δένδρων καρποί Suid.), bes. mit holziger Schale (Geop. ὅσα ἔξωθεν ἔχει κέλυφος, οἷον ῥοιά, πιστάκια, κάστανα). Arist. H. A. 8, 28 vrbdt οὔτ' ἀκρ. οὔτ' ὀπώρα, aber bei Ath. III, 20 (81 A) sind μῆλα κυδώνια ἄριστα τῶν ἀκρ.; Pallad. 21 (IX, 377) χλωρά; sonst Plut. u. Luc.; der sing. ist selten, Crinag. 23 (IX, 555); Ath. II, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδρυα: τά, ὀπωροφόρα δένδρα, Πλάτ. Κριτί. 115Β, Ξεν. Οἰκ. 19. 12. ΙΙ. ὀπῶραι, καρποί, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 8˙ πρβλ. 22. 8˙ - κατὰ τὸ Γεωπ. 10. 74, κυρίως ἐπὶ ὀπωρῶν ἐχουσῶν τραχὺ ἢ σκληρὸν τὸ κέλυφος, οἷα αἱ βάλανοι, τὰ κάστανα, οὕτω δρυὸς ἄκρα, παρὰ Θεοκρ. 15. 112: - τὸ ἑνικ. εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. 9. 555, Ἀθήν. 49Ε.

Greek Monolingual

τα (Α ἀκρόδρυα) Ν και ακρόδυα
1. καρποί φυλλωδών φυτών, που όταν ωριμάζουν έχουν κέλυφος (αμύγδαλα, κάστανα κ.λπ.), σε αντίθεση με τις οπώρες
2. τα δέντρα που παράγουν αυτούς τους καρπούς, αλλά και γενικά κάθε οπωροφόρο
αρχ.
οι καρποί που γίνονται στα υψηλότερα κλαδιά τών δέντρων και, γενικά, κάθε είδος καρπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δρῦς.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρόδυα].

Greek Monotonic

ἀκρόδρυα: τά (δρῦς),
I. οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Ξεν.
II. φρούτα, καρποί, σε Αριστ. Ο ενικ. απαντά σε Ανθ.

Middle Liddell

δρῦς [The sg. occurs in Anth.]
I. fruit-trees, Xen.
II. fruits, Arist.