A farther off, Id.Pr.901a22.
v. μακρῶς.
μακροτέρω (Α)επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.