ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
το (Μ μάδισμα) μαδίζω1. μάδημα, ξερίζωμα τριχών, μαλλιών2. μτφ. καρποί που έπεσαν στο έδαφος.