μακρόπυλος
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
A gloss on Τηλέπυλος, Sch.Od.10.82.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 82.
Greek Monolingual
μακρόπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψηλές πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πύλη (πρβλ. δί-πυλος)].