μαστόδετον
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
τό,
A breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.
Greek Monolingual
μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].