μελετητός

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελετητός Medium diacritics: μελετητός Low diacritics: μελετητός Capitals: ΜΕΛΕΤΗΤΟΣ
Transliteration A: meletētós Transliteration B: meletētos Transliteration C: meletitos Beta Code: melethto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be gained by practice, Pl. Clit.407b, Luc. Im.16.

Greek (Liddell-Scott)

μελετητός: -ή, -όν, ὃν κτᾶταί τις διὰ μελέτης, ἀσκήσεως, ἀρετὴ Πλάτ. Κλειτοφ. 407Β.

Greek Monolingual

μελετητός, -ή, -όν (Α) μελετώ
αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με την άσκηση ή τη μελέτη ή αυτός που μπορεί να τον μάθει κανείς με την άσκηση ή τη μελέτη («εἰ δὲ μελετητόν τε καὶ ἀσκητόν, οἵτινες ἐξασκήσουσι καὶ ἐκμελετήσουσιν ἱκανῶς», Πλάτ.).