νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
ο (Α μελετητής) μελετώ
νεοελλ.
επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται μεθοδικά με τη μελέτη επιστημονικών θεμάτων
αρχ.
αυτός που δημηγορεί, ο ρήτορας.