μελισσοτρόφος
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
Att. μελιττ-, ον,
A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.
German (Pape)
[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795˙ μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.
Greek Monolingual
ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].