μελλέγαμος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
German (Pape)
[Seite 125] = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.
Greek Monolingual
μελλέγαμος, -ον (Α)
βλ. μελλόγαμος.