ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
[Seite 136] τό, = ἀντίον, der Webebaum oder ein anderes Stück am Webstuhl, VLL., LXX.
ου (τό) :ourdissoir, partie d’un métier de tisserand.Étymologie: μέσος, ἀντίος.
μεσάντιον, τὸ (Α)μέσακλον.