μετακοσμώ

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

μετακοσμῶ, -έω (Α)
μεταβάλλω μια διακόσμηση ή τάξη ή κατάσταση, μεταρρυθμίζω (α. «οὕτως μετακοσμεῑται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις», Λουκιαν.
β. μτφ. «μετακοσμεῑν τινας ἐπὶ τὸ βέλτιον», Ιωσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].