μετεμψύχωση
From LSJ
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετεμψύχωσις) μετεμψυχώνω
1. (γενικά) μετάβαση της ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση
2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η ατομική ψυχή εγκαθίσταται διαδοχικά σε διάφορα φυτά, ζώα και ανθρώπους εξαγνιζόμενη και τελειούμενη βαθμιαία ωσότου ταυτιστεί, τελικά, με την καθολική ψυχή, με το θείο.