μητριαρχία
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
η
(κοινων.-ανθρωπολ.) υποθετικό κοινωνικό σύστημα στο οποίο η οικογενειακή και πολιτική εξουσία ασκούνταν μόνον από γυναίκες, που αποτελούσαν την κυρίαρχη δύναμη της κοινωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -αρχία (< -άρχης < ἄρχω), πρβλ. πατρι-αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].