μίζερος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μίζερος, -η, -ον)
1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός
2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρηςείναι πολύ μίζερος άνθρωπος»)
2. (για πράγματα) α) πενιχρός, λιτός
β) φτωχικός, άκομψος («μίζερα έπιπλα»).
επίρρ...
μίζερα
με μίζερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misero < λατ. miser, -eris «άθλιος»].