μητρόπαις

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek (Liddell-Scott)

μητρόπαις: ἡ, ἡ, Παναγία ἡ ἅμα μήτηρ καὶ παῖς τοῦ Θεοῦ, Ἰσίδ. Θεσσαλ. σ. 25, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

μητρόπαις, -αιδος, ἡ (ΑΜ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που, αν και παρθένος, είναι μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + παῖς (πρβλ. θεό-παις, ορνιθό-παις)].