μητρόμοιος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

German (Pape)

[Seite 180] der Mutter ähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόμοιος: -ον, ὁ ὅμοιος τῇ ἑαυτοῦ μητρί, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854, κτλ.

Greek Monolingual

μητρόμοιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που είναι όμοιος με τη μητέρα του.
επίρρ...
μητρομοίως (ΑΜ)
με ομοιότητα προς τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὅμοιος (πρβλ. ανθ-όμοιος)].