μόρφημα

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

το
γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα του λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας
ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpheme (< μορφή) + -eme (< -ημα) «μονάδα» (πρβλ. φώνημα, λέξημα, γράφημα κ.ά.)].