μικροπύλη

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

η
1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο του ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου της οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και το γονιμοποιούν
2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή της σπερματικής βλάστης.