μορτίτης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
μορτίτης: ὁ, γεωργὸς καλλιεργῶν ξένην γῆν καὶ πληρώνων εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἓξ εἰς τὰ δέκα, ἀντίθετ. τῷ χωροδότης, μεταγεν., ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο (Μ μορτίτης)
γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος της εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].