μολυβδοχόος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχόος Medium diacritics: μολυβδοχόος Low diacritics: μολυβδοχόος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΟΣ
Transliteration A: molybdochóos Transliteration B: molybdochoos Transliteration C: molyvdochoos Beta Code: molubdoxo/os

English (LSJ)

ὁ,

   A lead-smelter, Gloss. (μολιβδ-).

Greek Monolingual

ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τον χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος, χρυσο-χόος.