μισομόναχος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
μισομόναχος, ον (Μ)
αυτός που μισεί τους μοναχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + μοναχός.